- εκατοστιαίος
- -α, -οαριθμητικός όρος που αναφέρεται σε κλάσματα τών οποίων ο παρονομαστής είναι εκατό ή σε αναλογίες στις οποίες ο αριθμός εκατό λαμβάνεται ως βάση («εκατοστιαία κλάσματα, εκατοστιαία αναλογία»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εκατοστιαίος — α, ο (μαθ.) 1. (για κλάσματα), που ο παρονομαστής είναι εκατό: Το 3/100 και το 27/100 είναι εκατοστιαία κλάσματα. 2. (για αναλογίες), που ο αριθμός εκατό είναι η βάση: Εκατοστιαία αναλογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)